-
1 κυπτάζω
κυπτάζω, frequentat. von κύπτω, sich oft bücken, ducken, bes. mit vorgestreckem Kopfe neugierig, angelegentlich auf Etwas hinsehen; auch mit Vorsicht an Etwas gehen, zaudern, zögern; τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν ϑύραν; was hast du an der Thüre da zu lauern? Ar. Nubb. 509; ὡς εἰώϑασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν, wie die Diebe zu lauern pflegen, Pax 715; περὶ τὸν ἄνδρ' ἐκύπτασεν Lysistr. 17, mit obscöner Nebenbdtg; ὅταν περὶ τὸν τεϑνεῶτα κυπτάζωσι, wenn sie sich mit dem Todten beschäftigen, Plat. Rep. V, 469 d; vgl. Plut. ὅπως μὴ κυπτάζοντες περὶ τὰ σκῦλα μάχης ἀμελῶσι, Lacon. apophth. p. 226; VLL. erkl. διατρίβειν, στραγγεύεσϑαι.
-
2 κυπτάζω
κυπτάζω, sich oft bücken, ducken, bes. mit vorgestreckem Kopfe neugierig, angelegentlich auf etwas hinsehen; auch mit Vorsicht an etwas gehen, zaudern, zögern; τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν ϑύραν; was hast du an der Türe da zu lauern?; ὡς εἰώϑασι μάλιστα περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν, wie die Diebe zu lauern pflegen; περὶ τὸν ἄνδρ' ἐκύπτασεν, mit obszöner Nebenbdtg; ὅταν περὶ τὸν τεϑνεῶτα κυπτάζωσι, wenn sie sich mit dem Toten beschäftigen
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κυπτάζω — (AM κυπτάζω) σκύβω συνεχώς και για πολύ ώστε να βλέπω κάτι καλά από κοντά, καραδοκώ, παραμονεύω («τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν», Αριστοφ.) αρχ. 1. μαζεύομαι, ζαρώνω 2. είμαι κεκαμμένος, λυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κύπτω, κατά τα ρ.… … Dictionary of Greek